- ἀξιοεπίτευκτος
- ἀξιοεπίτευκτος, ον (s. ἄξιος, ἐπιτυγχάνω [cp. ἐπιτεύκτικος ‘able to achieve’]) worthy of success IRo ins (s. Lghtf. ad loc.).—DELG s.v. τυγχάνω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.